Immuniteit στα ελληνικά
Μετάφραση: immuniteit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοσία, αντοχή, ασυδοσία, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- immigreren στα ελληνικά - μεταναστεύω, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μεταναστεύσει, μετανάστευση
- immoreel στα ελληνικά - ανήθικος, άσχετος με την ηθική, ανήθικη, ανήθικο, αμοραλιστική, ανήθικης
- immuun στα ελληνικά - απρόσβλητος, άτρωτος, ανοσοποιητικό, το ανοσοποιητικό, ανοσοποιητικού, του ανοσοποιητικού, ανοσολογική
- imperialisme στα ελληνικά - ιμπεριαλισμός, ιμπεριαλισμού, ιμπεριαλισμό, τον ιμπεριαλισμό, του ιμπεριαλισμού
Τυχαίες λέξεις
Immuniteit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοσία, αντοχή, ασυδοσία, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις: ανοσία, αντοχή, ασυδοσία, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία