Incidenteel στα ελληνικά
Μετάφραση: incidenteel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, τύχη, ευκαιρία, ανεπίσημος, τυχαίος, συγκυρία, ξέγνοιαστος, τυχαία, τυχαίας, ακούσιας, τυχαίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incest στα ελληνικά - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
- incident στα ελληνικά - επεισόδιο, περιστατικό, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
- incompleet στα ελληνικά - ατελής, ελλιπή, ελλιπείς, ελλιπής, ατελή
- inconsequent στα ελληνικά - ασυνεπής, ασυμβίβαστη, συνάδει, ασυνεπή, ασυμβίβαστο
Τυχαίες λέξεις
Incidenteel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, τύχη, ευκαιρία, ανεπίσημος, τυχαίος, συγκυρία, ξέγνοιαστος, τυχαία, τυχαίας, ακούσιας, τυχαίο
Μεταφράσεις: πιθανότητα, τύχη, ευκαιρία, ανεπίσημος, τυχαίος, συγκυρία, ξέγνοιαστος, τυχαία, τυχαίας, ακούσιας, τυχαίο