Τυχαίος στα ολλανδικά

Μετάφραση: τυχαίος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
incidenteel, toevallig, toeval, lukraak, willekeurige, Willekeurig
Τυχαίος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυχαίος

τυχαίος english, τυχαίος συνώνυμα, τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού, τυχαίος ορισμός, τυχαίος αριθμός, τυχαίος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τυχαίος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τυφλώνω στα ολλανδικά - verblinden, blind, blinde, blinden, dode, jaloezie
  • τυφώνας στα ολλανδικά - tyfoon, orkaan, Hurricane, de orkaan, orkanen, orkaanseizoen
  • τυχερός στα ολλανδικά - gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, lucky
  • τωρινός στα ολλανδικά - stroom, loop, tegenwoordig, huidig, stroming, actueel, courant, ...
Τυχαίες λέξεις
Τυχαίος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: incidenteel, toevallig, toeval, lukraak, willekeurige, Willekeurig