Ineenstorten στα ελληνικά

Μετάφραση: ineenstorten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Ineenstorten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ineenkronkelen στα ελληνικά - μπαίνω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, ...
  • ineens στα ελληνικά - αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
  • inenten στα ελληνικά - εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό
  • infaam στα ελληνικά - κακόφημος, περίφημο, διαβόητη, κακόφημο, διαβόητο
Τυχαίες λέξεις
Ineenstorten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση