Injecteren στα ελληνικά
Μετάφραση: injecteren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- initiaal στα ελληνικά - αρχικά, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
- initiatief στα ελληνικά - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
- injectie στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
- injectiespuit στα ελληνικά - σύριγγα, σύριγγας, της σύριγγας, σύριγγος, τη σύριγγα
Τυχαίες λέξεις
Injecteren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει
Μεταφράσεις: εμφυσώ, εισάγω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει