Inkomsten στα ελληνικά
Μετάφραση: inkomsten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, έσοδο, απολαβή, αισχρός, ακαθάριστος, εισόδημα, πρόστυχος, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inkleden στα ελληνικά - διατυπώνω, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
- inkomen στα ελληνικά - εισόδημα, απολαβή, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
- inkoop στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
- inkopen στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, αγοράζουν, buy in, αγοράσετε σε, αγοράζει
Τυχαίες λέξεις
Inkomsten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, έσοδο, απολαβή, αισχρός, ακαθάριστος, εισόδημα, πρόστυχος, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Μεταφράσεις: χοντρός, έσοδο, απολαβή, αισχρός, ακαθάριστος, εισόδημα, πρόστυχος, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων