Ακαθάριστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακαθάριστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoon, louter, inkomsten, dik, helder, puur, onvermengd, bruto, grove, het bruto, de bruto
Ακαθάριστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαθάριστος

ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ακαθάριστοσ σχηματισμόσ κεφαλαίου, ακαθάριστος μισθός, ακαθάριστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακαθάριστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακαδημία στα ολλανδικά - genootschap, academie, hogeschool, Academy, Akademie, academie van, de Academie
  • ακαδημαϊκός στα ολλανδικά - academisch, academische, wetenschappelijke, academiejaar, wetenschappelijk
  • ακαθαρσία στα ολλανδικά - onzuiverheid, verontreiniging, onzuiverheden, onreinheid, verontreinigingen
  • ακαθόριστος στα ολλανδικά - onbepaald, donker, vaag, obscuur, onbekend, onbestendig, ongeregeld, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακαθάριστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schoon, louter, inkomsten, dik, helder, puur, onvermengd, bruto, grove, het bruto, de bruto