Έσοδο στα ολλανδικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkomsten, inkomen, baten, opbrengsten, het inkomen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έσοδο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα ολλανδικά - komen, afstammen, gekomen, zijn, komt, kom
- έρωτας στα ολλανδικά - kunne, beminnen, liefhebben, geslacht, min, sekse, liefde, ...
- έστω στα ολλανδικά - zelfs, ook, nog, eens
- έσχατος στα ολλανδικά - definitief, uiteindelijke, ultieme, ultiem, uiteindelijk, de ultieme
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inkomsten, inkomen, baten, opbrengsten, het inkomen
Μεταφράσεις: inkomsten, inkomen, baten, opbrengsten, het inkomen