Inslaan στα ελληνικά

Μετάφραση: inslaan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σουξέ, χτυπώ, βαρώ, σπάσιμο, Smash, συντριβή, συντριβής, τρομερή
Inslaan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • insigne στα ελληνικά - γαλόνι, διακριτικό, εμβλήματα, Insignia, διακριτικά, έμβλημα, του Insignia
  • insinueren στα ελληνικά - χώνομαι, υπαινίσσομαι, υπαινιχθεί, εντάσσεται διακριτικά, υπονοήσει, υπαινιχθεί το
  • inslikken στα ελληνικά - τυλίγω, χελιδόνι, καταποντίζω, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
  • insluiten στα ελληνικά - πλαισιώνω, φυλάω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, περικλείω, περικυκλώνω, υπονοώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Inslaan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σουξέ, χτυπώ, βαρώ, σπάσιμο, Smash, συντριβή, συντριβής, τρομερή