Invullen στα ελληνικά

Μετάφραση: invullen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, συμπληρώστε την, να συμπληρώσετε, συμπληρώσουν
Invullen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invoeren στα ελληνικά - εισάγω, παρουσιάζω, συστήνω, δώρο, πληροφορώ, παρών, γνωρίζω, ...
  • invriezen στα ελληνικά - παγώνω, παγερός, κρουσταλλιάζω, καταψύχω, ψύξη, πάγωμα, παγώσει, ...
  • inwendig στα ελληνικά - εσωτερικός, μέσα, εσωτερικώς, εσωτερικό, εσωτερικά, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
  • inwendige στα ελληνικά - εσωτερικό, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
Τυχαίες λέξεις
Invullen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, συμπληρώστε την, να συμπληρώσετε, συμπληρώσουν