Invullen στα ελληνικά
Μετάφραση: invullen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, συμπληρώστε την, να συμπληρώσετε, συμπληρώσουν
![Invullen στα ελληνικά Invullen στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-4721.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- invoeren στα ελληνικά - εισάγω, παρουσιάζω, συστήνω, δώρο, πληροφορώ, παρών, γνωρίζω, ...
- invriezen στα ελληνικά - παγώνω, παγερός, κρουσταλλιάζω, καταψύχω, ψύξη, πάγωμα, παγώσει, ...
- inwendig στα ελληνικά - εσωτερικός, μέσα, εσωτερικώς, εσωτερικό, εσωτερικά, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
- inwendige στα ελληνικά - εσωτερικό, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
Τυχαίες λέξεις
Invullen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, συμπληρώστε την, να συμπληρώσετε, συμπληρώσουν
Μεταφράσεις: γεμίζω, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, συμπληρώστε την, να συμπληρώσετε, συμπληρώσουν