Ketting στα ελληνικά

Μετάφραση: ketting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Ketting στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ketteren στα ελληνικά - καταριέμαι, ορκίζομαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
  • ketters στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετικό, αιρετική, αιρετικού, αιρετικές
  • kettingzang στα ελληνικά - κανόνι, κανόνας, Canon, της Canon, η Canon
  • keu στα ελληνικά - σπέρνω, ενσπείρω, σύνθημα, στέκα, Cue, λευκή, σύνθημά
Τυχαίες λέξεις
Ketting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο