Αλυσίδα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αλυσίδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keten, ketting, chain, keten van
Αλυσίδα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλυσίδα

αλυσίδα φούρνων, αλυσίδα σπύρου, αλυσίδα αλυσοπρίονου, αλυσίδα σπύρου αρτοποιεια, αλυσίδα ελβιέλα, αλυσίδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλυσίδα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αλουμινόχαρτο στα ολλανδικά - zilverfolie, zilver folie, zilveren folie, zilveren die folie, zilverpapier
  • αλτρουιστής στα ολλανδικά - altruïst, altruïstisch, altruist, altruïstische, altruïst is
  • αλυσίδα στα ολλανδικά - keten, ketting, chain, keten van
  • αλφάβητο στα ολλανδικά - abc, alfabet, alphabet, het alfabet, alfabet van
  • αλφαβητικός στα ολλανδικά - alfabetisch, alfabetische, Alfabetisch sorteren
Τυχαίες λέξεις
Αλυσίδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: keten, ketting, chain, keten van