Kleurkrijt στα ελληνικά

Μετάφραση: kleurkrijt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραγιόνι, παστέλ, σε παστέλ, κρητιδογραφιών
Kleurkrijt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kleuren στα ελληνικά - έγχρωμος, βάφω, χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
  • kleurenblind στα ελληνικά - αχρωματοψία, πάσχουν από αχρωματοψία, από αχρωματοψία, που πάσχουν από αχρωματοψία, με αχρωματοψία
  • kleurstof στα ελληνικά - βάφω, χρώμα, βαφή, χρωστική, χρωστικής, χρωστική ουσία
  • kleven στα ελληνικά - χώνω, πιάνομαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Τυχαίες λέξεις
Kleurkrijt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραγιόνι, παστέλ, σε παστέλ, κρητιδογραφιών