Κραγιόνι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κραγιόνι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pastel, tekenkrijt, kleurkrijt, krijt, kleurpotlood, crayon, bevoorraden
Κραγιόνι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κραγιόνι

κραγιόνι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κραγιόνι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κρίση στα ολλανδικά - crisis, crisis te, de crisis, crisis in
  • κρίσιμος στα ολλανδικά - beslissend, kritisch, kritiek, kritische, kritieke, cruciaal
  • κραδαίνω στα ολλανδικά - fanfarekorps, fanfare, zwaaien, brandish, slingeren, swingen
  • κραδασμός στα ολλανδικά - schudden, knobbel, choqueren, bochel, trillingen, trilling, bult, ...
Τυχαίες λέξεις
Κραγιόνι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pastel, tekenkrijt, kleurkrijt, krijt, kleurpotlood, crayon, bevoorraden