Knippen στα ελληνικά

Μετάφραση: knippen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρεύω, πόρπη, ψαλιδίζω, συνδετήρας, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Knippen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • knipogen στα ελληνικά - αναβοσβήνω, ριπή οφθαλμού, Φλερτ, κλείσιμο ματιού, wink, κλείσιμο του ματιού
  • knippatroon στα ελληνικά - σχέδιο, πρότυπο, μοτίβο, σχήμα, προτύπου
  • knipperen στα ελληνικά - αναβοσβήνω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
  • knobbel στα ελληνικά - καρούμπαλο, κραδασμός, κύρτωμα, εξόγκωμα, προεξοχή, προεξοχής, εξογκώματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Knippen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρεύω, πόρπη, ψαλιδίζω, συνδετήρας, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής