Krachtig στα ελληνικά
Μετάφραση: krachtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργητικός, ρωμαλέος, δραστήριος, κραταιός, ισχυρός, δυναμικός, γερός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- krach στα ελληνικά - δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής
- kracht στα ελληνικά - εξουσία, μπορούσα, ρώμη, εξαναγκάζω, κύρος, δύναμη, βία, ...
- krachtsinspanning στα ελληνικά - προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
- krachtsport στα ελληνικά - αθλητικά, αθλητισμός, αθλητισμό, Στίβου, στίβος, στίβο
Τυχαίες λέξεις
Krachtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργητικός, ρωμαλέος, δραστήριος, κραταιός, ισχυρός, δυναμικός, γερός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: ενεργητικός, ρωμαλέος, δραστήριος, κραταιός, ισχυρός, δυναμικός, γερός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές