Kunstmatig στα ελληνικά
Μετάφραση: kunstmatig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνητός, καλλιτεχνικός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kunstgreep στα ελληνικά - κόλπο, ξεγελώ, τρικ, τέχνασμα, απάτη, τεχνάσματα, τεχνητά, ...
- kunstig στα ελληνικά - καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές
- kunstrichting στα ελληνικά - σχολείο, κατεύθυνση, την κατεύθυνση, διεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
- kunstschilder στα ελληνικά - βαφέας, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Kunstmatig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνητός, καλλιτεχνικός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Μεταφράσεις: τεχνητός, καλλιτεχνικός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών