Τεχνητός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τεχνητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemaakt, nagemaakt, kunstmatig, gewrongen, gekunsteld, kunstmatige, artificiële, van kunstmatige
Τεχνητός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεχνητός

τεχνητός γρανίτης, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός βικιλεξικο, τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεχνητός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τεφρώδης στα ολλανδικά - askleurig, asachtig, asachtige, askleurige, ashy
  • τεχνίτης στα ολλανδικά - ambachtsman, vakman, handwerksman, ambachtelijke, craftsman
  • τεχνικά στα ολλανδικά - technisch, technische, de technische, van technische, techniek
  • τεχνική στα ολλανδικά - bekwaamheid, techniek, techniek die, technieken, methode
Τυχαίες λέξεις
Τεχνητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemaakt, nagemaakt, kunstmatig, gewrongen, gekunsteld, kunstmatige, artificiële, van kunstmatige