Kwestie στα ελληνικά

Μετάφραση: kwestie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλώ, φιλονικία, ερώτημα, καυγάς, τεύχος, διαφορά, καυγαδίζω, σειρά, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, ανακρίνω, δουλειά, ταλαιπωρία, θέμα, ζήτημα, ερώτηση, λόγω, εν λόγω
Kwestie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kwellen στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, παρενοχλώ, βασανιστήριο, μαρτύριο, μαρτυρίου, βάσανο, ...
  • kwelling στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, βασανιστήριο, μαρτύριο, μαρτυρίου, βάσανο, βασάνων
  • kwetsbaar στα ελληνικά - ευάλωτος, ευάλωτες, ευάλωτα, ευάλωτων, ευάλωτοι, ευπαθείς
  • kwetsen στα ελληνικά - λαβώνω, σοκ, τραυματίζω, πονώ, βλάβη, χτυπώ, πληγώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Kwestie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλώ, φιλονικία, ερώτημα, καυγάς, τεύχος, διαφορά, καυγαδίζω, σειρά, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, ανακρίνω, δουλειά, ταλαιπωρία, θέμα, ζήτημα, ερώτηση, λόγω, εν λόγω