Lap στα ελληνικά

Μετάφραση: lap, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπάλωμα, κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
Lap στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lankmoedig στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
  • lantaarn στα ελληνικά - φανός, φανάρι, φαναράκι, φανού, φαναριού, φανό
  • lappen στα ελληνικά - επισκευάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
  • lapwerk στα ελληνικά - μπάλωμα, κουρελού, συνονθύλευμα, μωσαϊκό, patchwork, συρραφή
Τυχαίες λέξεις
Lap στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπάλωμα, κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών