Μπάλωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπάλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plek, lapwerk, lap, beunhazen, modderen, botch, prutswerk, verknoeien
Μπάλωμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπάλωμα

μπάλωμα τζιν, μπάλωμα σαμπρέλας, μπάλωμα σε τζιν, μπάλωμα το μπάλωμα και βελονιά δεν έχει, μπάλωμα φουσκωτού, μπάλωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπάλωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπάζα στα ολλανδικά - afval, rommel, vuilnis, vuil, puin, rommelzooi, prullaria, ...
  • μπάλα στα ολλανδικά - kloot, danspartij, sfeer, omgeving, gebied, kogel, aardbol, ...
  • μπάνιο στα ολλανδικά - badkuip, badkamer, bad, zwemmen, zwembad, het zwemmen, swimming, ...
  • μπάρα στα ολλανδικά - hek, afsluiting, slagboom, heining, versperring, barrière, bar, ...
Τυχαίες λέξεις
Μπάλωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: plek, lapwerk, lap, beunhazen, modderen, botch, prutswerk, verknoeien