Leerling στα ελληνικά

Μετάφραση: leerling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαθητής, φοιτήτρια, φοιτητής, μαθήτρια, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο
Leerling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leerjongen στα ελληνικά - δόκιμος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
  • leerkracht στα ελληνικά - καθηγήτρια, δάσκαλος, καθηγητής, δασκάλα, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
  • leerlooien στα ελληνικά - μαυρίζω, καφετί, μαύρισμα, βυρσοδεψώ, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, ...
  • leerschool στα ελληνικά - σχολείο, σχολείου, το σχολείο, σχολή, του σχολείου
Τυχαίες λέξεις
Leerling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαθητής, φοιτήτρια, φοιτητής, μαθήτρια, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο