Μαθήτρια στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
student, leerling, schoolmeisje, schoolgirl, school meisje, schoolmeisje dat, schoolmeisje van
Μαθήτρια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαθήτρια

μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαθήτρια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαζεύω στα ολλανδικά - keus, knabbelen, afplukken, rapen, keur, keuze, broek, ...
  • μαζικός στα ολλανδικά - mis, overvloed, massa, boel, menigte, hoop, drom, ...
  • μαθηματικά στα ολλανδικά - rekenkunst, rekenkunde, cijferen, cijferkunst, wiskunde, de wiskunde, Mathematics, ...
  • μαθηματικός στα ολλανδικά - mathematicus, wiskundige, de wiskundige, een wiskundige
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: student, leerling, schoolmeisje, schoolgirl, school meisje, schoolmeisje dat, schoolmeisje van