Lelie στα ελληνικά

Μετάφραση: lelie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρίνος, κρίνο, κρίνου, κρίνων, νούφαρο
Lelie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lekkernij στα ελληνικά - λεπτότητα, λιχουδιά, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
  • lel στα ελληνικά - ραπίζω, χαστούκι, κόλαφος, σφαλιάρα, ράπισμα, slap
  • lelijk στα ελληνικά - απαίσιος, βρόμικος, βρώμικος, άσχημος, ακάθαρτος, ανέντιμος, άσχημο, ...
  • lemmer στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
Τυχαίες λέξεις
Lelie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρίνος, κρίνο, κρίνου, κρίνων, νούφαρο