Letter στα ελληνικά

Μετάφραση: letter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρακτήρας, ποιότητα, γράμμα, επιστολή, έγγραφο, επιστολής
Letter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lethargie στα ελληνικά - λήθαργος, λήθαργο, λήθαργου, το λήθαργο, λήθαργό
  • letsel στα ελληνικά - τραυματίζω, βλάβη, πονώ, βλάπτω, χτυπώ, πληγώνω, κάκωση, ...
  • lettergreep στα ελληνικά - συλλαβή, συλλαβής, συλλαβών, συλλαβές
  • letterkunde στα ελληνικά - λογοτεχνία, βιβλιογραφία, λογοτεχνίας, βιβλιογραφίας, τη λογοτεχνία
Τυχαίες λέξεις
Letter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρακτήρας, ποιότητα, γράμμα, επιστολή, έγγραφο, επιστολής