Linie στα ελληνικά
Μετάφραση: linie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Μεταφράσεις
- linguïst στα ελληνικά - γλωσσομαθής, γλωσσολόγος, γλωσσολόγο, γλωσσολόγου, γλωσσομαθούς
- liniaal στα ελληνικά - ρίγα, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, χάρακας, κυβερνήτης, ...
- link στα ελληνικά - επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
- linker στα ελληνικά - έφυγα, άφησα, αριστερός, αριστερά, αριστερό, αριστερή, αριστερή πλευρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Linie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Μεταφράσεις: επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά