Luchtig στα ελληνικά

Μετάφραση: luchtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θίγω, φρέσκος, πρόσφατος, αδυνατίζω, προσβάλλω, μικρός, νωπός, δροσερός, ορμέμφυτος, ελαφρύς, ζωντανός, ανεμοδαρμένο, ανεμοδαρμένη, breezy, δροσερή
Luchtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • luchthartig στα ελληνικά - ορμέμφυτος, επιπόλαιος, επιπόλαια, επιπόλαιες, επιπόλαιη, flippant
  • luchthaven στα ελληνικά - αεροδρόμιο, το αεροδρόμιο, αερολιμένα, αεροδρομίου, αερολιμένων
  • luchtje στα ελληνικά - μυρωδιά, ευωδία, άρωμα, οσμή, μυρίζω, οσμής, όσφρησης
  • luchtpijp στα ελληνικά - σωλήνας, τραχεία, τραχείας, της τραχείας, την τραχεία, η τραχεία
Τυχαίες λέξεις
Luchtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θίγω, φρέσκος, πρόσφατος, αδυνατίζω, προσβάλλω, μικρός, νωπός, δροσερός, ορμέμφυτος, ελαφρύς, ζωντανός, ανεμοδαρμένο, ανεμοδαρμένη, breezy, δροσερή