Πρόσφατος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fris, recent, vers, onbedorven, luchtig, recente, Language, afgelopen, laatste
Πρόσφατος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφατος

πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρόσφατος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρόστυχος στα ολλανδικά - inkomsten, dik, louter, schoon, puur, onvermengd, helder, ...
  • πρόσφατα στα ολλανδικά - onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort
  • πρόσφορος στα ολλανδικά - bruikbaar, aanpassing, behoorlijk, betamelijk, modificatie, fatsoenlijk, adaptatie, ...
  • πρόσφυγας στα ολλανδικά - uitgewekene, vluchteling, vluchtelingenstatus, vluchtelingen, de vluchtelingenstatus, vluchtelingenkamp
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fris, recent, vers, onbedorven, luchtig, recente, Language, afgelopen, laatste