Luttel στα ελληνικά
Μετάφραση: luttel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεξούσιος, λίγο, υποκοριστικός, σεμνός, ελάσσων, ασήμαντος, μετριόφρων, μικρός, στενός, υποκοριστικό, υποκοριστικού, το μικρό, σύντμηση, μικροσκοπικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lusteloosheid στα ελληνικά - αδιαφορία, απάθεια, νωθρότητα, συμπτώματα όπως απάθεια, αφηρημάδα, ατονία
- lustig στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, εύθυμος, φαιδρός, κεφάτος, χαρούμενα, χαρούμενο, ...
- luwen στα ελληνικά - κοπάζω, μειώνω, υποχωρώ, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, ...
- lux στα ελληνικά - πολυτελής, πολυτέλεια, πολυτελείς σουίτες, σουίτες, Ιυχ, πολυτελείς
Τυχαίες λέξεις
Luttel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεξούσιος, λίγο, υποκοριστικός, σεμνός, ελάσσων, ασήμαντος, μετριόφρων, μικρός, στενός, υποκοριστικό, υποκοριστικού, το μικρό, σύντμηση, μικροσκοπικό
Μεταφράσεις: υπεξούσιος, λίγο, υποκοριστικός, σεμνός, ελάσσων, ασήμαντος, μετριόφρων, μικρός, στενός, υποκοριστικό, υποκοριστικού, το μικρό, σύντμηση, μικροσκοπικό