Maken στα ελληνικά

Μετάφραση: maken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημιουργώ, κατασκευάζω, προξενώ, προσφέρω, εργασία, γεννώ, επισκευή, ανάστημα, κορμοστασιά, οικοδομώ, παράγω, καθιστώ, προκαλώ, επισκευάζω, κάνω, σκοπός, να, για να, για, σε, με
Maken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • make-up στα ελληνικά - συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν
  • makelaar στα ελληνικά - χρηματομεσίτης, πράκτορας, παράγων, παράγοντας, μεσίτης, συντελεστής, κτηματομεσίτης, ...
  • makkelijk στα ελληνικά - άνετος, απλοϊκός, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
  • makker στα ελληνικά - αδερφός, τύπος, αδελφός, σύντροφος, φίλος, κολλητός, συσχετίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Maken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημιουργώ, κατασκευάζω, προξενώ, προσφέρω, εργασία, γεννώ, επισκευή, ανάστημα, κορμοστασιά, οικοδομώ, παράγω, καθιστώ, προκαλώ, επισκευάζω, κάνω, σκοπός, να, για να, για, σε, με