Massa στα ελληνικά
Μετάφραση: massa, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήθος, μαζικός, μάζα, ποσότητα, όγκος, στοιβάδα, ανάχωμα, φωνή, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- masker στα ελληνικά - μάσκα, προσωπείο, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
- maskering στα ελληνικά - καμβά, καμβάς, βαμβακερό ύφασμα, μουσελίνας, λεπτό ύφασμα
- masseren στα ελληνικά - μασάζ, Massage, υδρομασάζ, για μασάζ
- massief στα ελληνικά - τεράστιος, δυνατός, αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός, ογκώδης, μαζική, ...
Τυχαίες λέξεις
Massa στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήθος, μαζικός, μάζα, ποσότητα, όγκος, στοιβάδα, ανάχωμα, φωνή, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
Μεταφράσεις: πλήθος, μαζικός, μάζα, ποσότητα, όγκος, στοιβάδα, ανάχωμα, φωνή, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης