Moed στα ελληνικά
Μετάφραση: moed, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρδιά, νεύρο, γενναιότητα, θάρρος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος
Μεταφράσεις
- modus στα ελληνικά - σχηματίζω, μόδα, διαμορφώνω, πλάθω, στύλος, ύφος, τρόπος, ...
- moe στα ελληνικά - κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
- moeder στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
- moedig στα ελληνικά - γενναίος, θαρραλέος, θαρραλέα, θάρρος, με θάρρος, γενναιότητα, με σθένος
Τυχαίες λέξεις
Moed στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρδιά, νεύρο, γενναιότητα, θάρρος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος
Μεταφράσεις: καρδιά, νεύρο, γενναιότητα, θάρρος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος