Mudvol στα ελληνικά
Μετάφραση: mudvol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, μεστός, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mozaïek στα ελληνικά - μωσαϊκό, ψηφιδωτό, ψηφιδωτά, μωσαϊκού, ψηφιδωτού
- mud στα ελληνικά - εκατόλιτρο, εκατόλιτρο αλκοόλης, hl αλκοόλης
- muf στα ελληνικά - μπαγιάτικος, μουχλιασμένη, μούχλας, κλεισούρα, μούχλα
- mug στα ελληνικά - μουσίτσα, κουνούπι, κουνουπιών, κουνούπια, κουνουπιού, των κουνουπιών
Τυχαίες λέξεις
Mudvol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, μεστός, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη
Μεταφράσεις: πλήρης, μεστός, γεμάτος, υπερπλήρης, γεμάτη, κορεσμένη