Nietigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: nietigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαρση, κενοδοξία, ματαιότητα, ματαιοδοξία, φιλαυτία, αλαζονεία, μηδαμινότητα, ανυπαρξία, μηδαμινότητά, ανυπαρξίας, το τίποτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- niet-ingewijde στα ελληνικά - λαϊκός, απλή γλώσσα, εκλαϊκευμένη, κοινό πολίτη, layman
- nietig στα ελληνικά - μάταιος, άγονος, εγωκεντρικός, αλαζονικός, ματαιόδοξος, άκαρπος, ξιπασμένος, ...
- nietje στα ελληνικά - αγκύλη, συνδετήρας, κύριος, βασικός, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, ...
- niets στα ελληνικά - τίποτα, μηδέν, κανένας, τίποτε απολύτως, τίποτα απολύτως, τίποτα δεν σε όλα, καθόλου
Τυχαίες λέξεις
Nietigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαρση, κενοδοξία, ματαιότητα, ματαιοδοξία, φιλαυτία, αλαζονεία, μηδαμινότητα, ανυπαρξία, μηδαμινότητά, ανυπαρξίας, το τίποτα
Μεταφράσεις: έπαρση, κενοδοξία, ματαιότητα, ματαιοδοξία, φιλαυτία, αλαζονεία, μηδαμινότητα, ανυπαρξία, μηδαμινότητά, ανυπαρξίας, το τίποτα