Ματαιότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ματαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nietigheid, vruchteloosheid, ijdelheid, nutteloosheid, zinloosheid, nutteloos, de nutteloosheid, onbruikbaarheid
Ματαιότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιότητα

ματαιότητα συνώνυμα, ματαιότητα ετυμολογία, ματαιότητα ορισμός, ματαιότητα συνώνυμο, ματαιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ματαιότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ματαιοδοξία στα ολλανδικά - vruchteloosheid, ijdelheid, nietigheid, wastafel, vanity, make, toilettafel
  • ματαιόδοξος στα ολλανδικά - nutteloos, vergeefs, nietig, vruchteloos, ijdel, verwaand, eigenwijs, ...
  • ματαιώνω στα ολλανδικά - folie, vernietigen, mislukken, afbreken, annuleren, te annuleren, annuleert, ...
  • ματιά στα ολλανδικά - blik, kijken, kijk, kijkt, zien, te kijken
Τυχαίες λέξεις
Ματαιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nietigheid, vruchteloosheid, ijdelheid, nutteloosheid, zinloosheid, nutteloos, de nutteloosheid, onbruikbaarheid