Noodzaken στα ελληνικά
Μετάφραση: noodzaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, δύναμη, βία, απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, αναγκαία, απαιτούσε
Μεταφράσεις
- noodzakelijk στα ελληνικά - αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
- noodzakelijkheid στα ελληνικά - ουσιώδης, αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαιότητα, ανάγκη, αναγκαιότητας, ανάγκης, ...
- nooit στα ελληνικά - ποτέ, ποτέ δεν, ποτέ πάντα, ποτέ μα ποτέ δεν, ποτέ μα ποτέ
- noord στα ελληνικά - βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Τυχαίες λέξεις
Noodzaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, δύναμη, βία, απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, αναγκαία, απαιτούσε
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, δύναμη, βία, απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, αναγκαία, απαιτούσε