Nuttigen στα ελληνικά
Μετάφραση: nuttigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρώω, τροφοδοτώ, ταΐζω, σιτίζω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Μεταφράσεις
- nutteloos στα ελληνικά - μάταιος, ξιπασμένος, ανωφελής, εγωκεντρικός, άγονος, ματαιόδοξος, άκαρπος, ...
- nuttig στα ελληνικά - τιμαλφής, χρήσιμος, πολύτιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, χρήσιμα
- oase στα ελληνικά - όαση, Oasis, Το Oasis, όασης, Όασις
- object στα ελληνικά - πράγμα, αντικείμενο, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
Τυχαίες λέξεις
Nuttigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρώω, τροφοδοτώ, ταΐζω, σιτίζω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Μεταφράσεις: τρώω, τροφοδοτώ, ταΐζω, σιτίζω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε