Of στα ελληνικά

Μετάφραση: of, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αν, εάν, είτε, ή, και, ή να, ή την
Of στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oeuvre στα ελληνικά - έργα, έργων, τα έργα, εργασίες, εργασιών
  • oever στα ελληνικά - όχθη, τράπεζα, μεθόριος, άκρη, ανάχωμα, χείλος, περιστόμιο, ...
  • offensief στα ελληνικά - αρχή, προσβλητικός, πρόσβαση, εχθρότητα, προσπέλαση, επίθεση, επιθετικότητα, ...
  • offer στα ελληνικά - θυσία, θύμα, θυσιάζω, θυσίας, θυσίες, τη θυσία, η θυσία
Τυχαίες λέξεις
Of στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αν, εάν, είτε, ή, και, ή να, ή την