Omringen στα ελληνικά

Μετάφραση: omringen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου
Omringen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ommezijde στα ελληνικά - αντιστρέφω, πλάτη, ενισχύω, υποστηρίζω, αντίστροφο, αντίστροφος, αντίστροφη, ...
  • omploegen στα ελληνικά - αλέτρι, οργώνω, άροτρο, αρότρου, αυλακώσεως, άροτρο με
  • omroepen στα ελληνικά - εκπέμπω, μεταδίδω, εκπομπής, εκπομπή, μετάδοση, μετάδοσης, μεταδίδεται
  • omroepster στα ελληνικά - αναγγέλων, εκφωνητής, αναγγέλλων, εκφωνητή, αναγγέλλοντα
Τυχαίες λέξεις
Omringen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου