Omsluiten στα ελληνικά

Μετάφραση: omsluiten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περικλείω, εσωκλείω, επισυνάπτω, περικλείουν, επισυνάψουν, περικλείει, να επισυνάψουν
Omsluiten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omslag στα ελληνικά - απόκρυψη, συγκάλυψη, εξετάζω, καλύπτω, καπάκι, σκέπασμα, κάλυμμα, ...
  • omsluieren στα ελληνικά - πέπλος, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο
  • omstandig στα ελληνικά - περίτεχνος, διεξοδικός, λεπτομερής, προσεγμένος, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, ...
  • omstandigheid στα ελληνικά - περίσταση, γεγονός, περίπτωση, ελαφρυντική, κατάσταση
Τυχαίες λέξεις
Omsluiten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περικλείω, εσωκλείω, επισυνάπτω, περικλείουν, επισυνάψουν, περικλείει, να επισυνάψουν