Omvorming στα ελληνικά
Μετάφραση: omvorming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταμόρφωση, μετάφραση, μετασχηματισμός, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατροπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omvergooien στα ελληνικά - ανατροπή, ανατροπής, rollover, περίπτωση ανατροπής, μετακύλιση
- omvormen στα ελληνικά - μετουσιώνω, μετατρέπω, μεταβάλλω, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατρέψει, μετατρέπουν, ...
- omvouwen στα ελληνικά - πτυχή, διπλώνω, δίπλωμα, φορές, διπλώστε, fold
- omwalling στα ελληνικά - προμαχώνας, έπαλξη, μετερίζι, προπύργιο, προμαχώνα, προτείχισμα
Τυχαίες λέξεις
Omvorming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταμόρφωση, μετάφραση, μετασχηματισμός, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατροπή
Μεταφράσεις: μεταμόρφωση, μετάφραση, μετασχηματισμός, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατροπή