Oordelen στα ελληνικά
Μετάφραση: oordelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτής, δικάζω, σε, στο, να, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oord στα ελληνικά - τοποθεσία, τόπος, μέρος, βούλα, σπυρί, τοποθετώ, εντοπίζω, ...
- oordeel στα ελληνικά - πειθώ, σκέψη, άποψη, γνώμη, σκεφτόμουν, γνωμάτευση, νόμιζα, ...
- oorlog στα ελληνικά - πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
- oorsprong στα ελληνικά - προέλευση, πηγή, ρίζα, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Oordelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτής, δικάζω, σε, στο, να, για, με
Μεταφράσεις: κριτής, δικάζω, σε, στο, να, για, με