Oplosmiddel στα ελληνικά
Μετάφραση: oplosmiddel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φερέγγυος, εχέγγυος, αραιωτικό, διαλυτικό, αραιωτικό μέσο, αραιωτικού, αραιωτικού μέσου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opleveren στα ελληνικά - υποφέρω, γεννώ, εξαναγκάζω, προσκομίζω, κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω, ...
- oplichten στα ελληνικά - ανάβει, ανάβουν, ανάψει, να ανάβει, ανάψουν
- oplossen στα ελληνικά - διαλύω, λύνω, να λύσει, για την επίλυση, για να λύσει, για την επίλυση των, να λύσουν
- oplossing στα ελληνικά - απαντώ, φερέγγυος, απάντηση, επίπτωση, εχέγγυος, έκβαση, αποτέλεσμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Oplosmiddel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φερέγγυος, εχέγγυος, αραιωτικό, διαλυτικό, αραιωτικό μέσο, αραιωτικού, αραιωτικού μέσου
Μεταφράσεις: φερέγγυος, εχέγγυος, αραιωτικό, διαλυτικό, αραιωτικό μέσο, αραιωτικού, αραιωτικού μέσου