Pal στα ελληνικά
Μετάφραση: pal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφικτά, ακράδαντα, σταθερά, καστάνια, καστάνιας, όνυχος, όνυχα, όνυχας
Μεταφράσεις
- pakken στα ελληνικά - πιάνω, παλεύω, κράτημα, δραστηριοποιούμαι, λαβή, αιχμαλωτίζω, αρπάζομαι, ...
- pakket στα ελληνικά - σωριάζω, μάτσο, τσουβαλιάζω, δέμα, δέσμη, πακέτο, δεσμίδα, ...
- paleis στα ελληνικά - ανάκτορο, μέγαρο, παλάτι, Palace, παλατιού, ανακτόρου
- palissade στα ελληνικά - φράκτης εκ πασσάλων, οχύρωμα εκ πασσάλων, λοφοσειράς, πασσαλώδες, Το τείχος με πασσάλους
Τυχαίες λέξεις
Pal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφικτά, ακράδαντα, σταθερά, καστάνια, καστάνιας, όνυχος, όνυχα, όνυχας
Μεταφράσεις: σφικτά, ακράδαντα, σταθερά, καστάνια, καστάνιας, όνυχος, όνυχα, όνυχας