Peignoir στα ελληνικά
Μετάφραση: peignoir, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γδύνω, γδύνομαι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- peet στα ελληνικά - νονός, νονό, νονού, ο νονός, νονός του
- peetvader στα ελληνικά - νονός, νονό, νονού, ο νονός, νονός του
- peil στα ελληνικά - επίπεδο, βαθμός, βαθμολογώ, πτυχίο, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα
- peinzen στα ελληνικά - σταθμίζω, αναχαράζω, συλλογίζομαι, αναμετρώ, ζυγιάζω, σκέπτομαι, διαλογίζεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Peignoir στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γδύνω, γδύνομαι
Μεταφράσεις: γδύνω, γδύνομαι