Pen στα ελληνικά

Μετάφραση: pen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτερό, στυλό, λοφίο, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Pen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pelikaan στα ελληνικά - πελεκάνος, Pelican, πελεκάνο, πελεκάνου, πελεκάνων
  • pels στα ελληνικά - δέρμα, φλούδα, κέλυφος, κόβω, τρίχωμα, προβιά, γδέρνω, ...
  • penarie στα ελληνικά - αμηχανία, απορία, αμηχανίας, σύγχυση, η αμηχανία
  • penis στα ελληνικά - στέλεχος, μέλος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Τυχαίες λέξεις
Pen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτερό, στυλό, λοφίο, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας