Στυλό στα ολλανδικά

Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hok, pen, de pen, pennen
Στυλό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στυλό

στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στυλό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στυγνός στα ολλανδικά - brutaal, wreed, brutale, brute, wrede
  • στυλοβάτης στα ολλανδικά - kolom, steun, colonne, leuning, pilaar, steunpilaar, drager, ...
  • στυφός στα ολλανδικά - zuur, snol, bijtend, bitter, scherp, scherpe, bijtende
  • στυφότητα στα ολλανδικά - schelheid, bitsheid, guurheid, samentrekkende eigenschap, adstringentiereactie, wrangheid, adstringentie, ...
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hok, pen, de pen, pennen