Poten στα ελληνικά

Μετάφραση: poten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, φυτεύω, εργοστάσιο, πόδια, τα πόδια, ποδιών, σκέλη, σκελών
Poten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • postzegel στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, γραμματοσήμου, γραμματοσήμων, πωλητές γραμματοσήμων, ταχυδρομικής σφραγίδας
  • pot στα ελληνικά - πλοίο, βαζάκι, σκάφος, σκεύος, αγγείο, κατσαρόλα, δοχείο, ...
  • potentaat στα ελληνικά - ανεξάρτητος, αυτόνομος, ηγεμόνας, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ηγεμόνα, προύχοντα, ...
  • potig στα ελληνικά - εδραίος, σταθερός, εταιρία, ανθεκτικός, ρωμαλέος, γερός, εύσωμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Poten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, φυτεύω, εργοστάσιο, πόδια, τα πόδια, ποδιών, σκέλη, σκελών