Pul στα ελληνικά

Μετάφραση: pul, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλοίο, σκεύος, αγγείο, σκάφος, βαζάκι, βάζο, αγγείου, vase, αγγείων
Pul στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • puistje στα ελληνικά - σπυρί, σπυράκι, pimple, σπυρακιών, εξάνθημα
  • pukkel στα ελληνικά - σπυρί, σπυράκι, pimple, σπυρακιών, εξάνθημα
  • pulseren στα ελληνικά - δονούμαι, γογγύζω, πάλλομαι, πάλλω, πάλονται, πάλλονται
  • pulver στα ελληνικά - πούδρα, πασπαλίζω, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
Τυχαίες λέξεις
Pul στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλοίο, σκεύος, αγγείο, σκάφος, βαζάκι, βάζο, αγγείου, vase, αγγείων