Rechtsmiddel στα ελληνικά

Μετάφραση: rechtsmiddel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έφεση, τραβώ, θεραπεία, φάρμακο, προσφυγής, λύση, προσφυγή
Rechtsmiddel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rechtsgebied στα ελληνικά - δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
  • rechtsgeding στα ελληνικά - προξενώ, υπόθεση, προκαλώ, βαλίτσα, κοστούμι, περιστατικό, δίκη, ...
  • rechtstreeks στα ελληνικά - ίσιος, ευθύς, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, ...
  • rechtszaak στα ελληνικά - δοκιμασία, δίκη, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Τυχαίες λέξεις
Rechtsmiddel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έφεση, τραβώ, θεραπεία, φάρμακο, προσφυγής, λύση, προσφυγή